- υστερομανία
- ηη σεξουαλική ακράτεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υστερομανία — η, Ν μητρομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστέρα «μήτρα» + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. μητρο μανία] … Dictionary of Greek